αγονιμοποίητος

αγονιμοποίητος
-η, -ο
αυτός που δε γονιμοποιήθηκε: Τα περισσότερα λουλούδια των δέντρων μένουν αγονιμοποίητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγονιμοποίητος — η, ο [γονιμοποιώ] (για ζώα και φυτά) αυτός που δεν γονιμοποιήθηκε με τη γύρη, το σπερματοζωάριο κ.λπ., ο μη γονιμοποιημένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”